ἡβικῆς

ἡβικῆς
ἡβικός
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηβοκυστικός — ή, ό ανατ. φρ. 1. «ηβοκυστικός μυς» μυς που αποτελείται από λείες μυϊκές ίνες, οι οποίες εκπορεύονται από το μυϊκό χιτώνα τής κύστεως και προσφύονται στην ηβική σύμφυση 2. «ηβοκυστικοί σύνδεσμοι» τρεις σύνδεσμοι πλάγιοι και ένας μέσος, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • συμφυσιοτομία — η, Ν ιατρ. 1. διατομή σύμφυσης 2. (ειδικά) διατομή τής ηβικής σύμφυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. symphysiotomy < σύμφυσις + τομία (< τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υπογάστριο — (Ανατ.). Το κατώτερο μέρος της κοιλιάς, όπου βρίσκονται τα ουροποιητικά όργανα, διαφορετικά στα δύο φύλα. Από τα σπλάχνα που περικλείνει, δύο μόνον είναι κοινά στα δύο γένη: η κύστη και το τελικό μέρος του παχέος εντέρου. Στη γυναίκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”